Δεσμευμένος - ορισμός του δεσμευμένος από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%b4%ce%b5%cf%83%ce%bc%ce%b5%cf%85%ce%bc%ce%ad%ce%bd%ce%bf%cf%82
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.665.564.465
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
δεσμευμένος
Μεταφράσεις
δεσμευμένος
مَشْغُول
δεσμευμένος
zapojený
δεσμευμένος
optaget af
δεσμευμένος
beschäftigt
δεσμευμένος
engaged
δεσμευμένος
comprometido
,
ocupado
δεσμευμένος
kiireinen
δεσμευμένος
occupé
δεσμευμένος
uključen u
δεσμευμένος
occupato
δεσμευμένος
婚約している
δεσμευμένος
바쁜
δεσμευμένος
betrokken
δεσμευμένος
opptatt
δεσμευμένος
zajęty
δεσμευμένος
envolvido
δεσμευμένος
занятой
δεσμευμένος
upptagen
δεσμευμένος
มีส่วนร่วม
δεσμευμένος
meşgul
δεσμευμένος
mắc bận
δεσμευμένος
使用中的
Πλοηγός λέξεων
?
▲
δεξής
δεξί
δεξί χέρι
δεξιά
δεξιό
δεξιός
δεξιόστροφα
δεξιόστροφος
δεξιοσύνη
δεξιοτέχνης
δεξιοτεχνία
δεξιοτεχνικός
δεξιοτέχνισσα
δεξιότητα
δεξιόχειρας
δεξίωση
δεόντως
δέος
δέρμα
δερμάπτερα
δερματική κηλίδα
δερματικός
δερμάτινη
δερμάτινο
δερμάτινος
δερματολογία
δερματολόγος
δέρνω
δέση
δέσιμο
δεσμευμένος
δεσμεύομαι
δέσμευση
δεσμευτικός
δεσμεύω
δέσμη
δεσμίδα
δέσμιος
δεσμός
δεσμοφύλακας
δεσμωτήριο
δεσπόζω
δεσπόζων
Δέσποινα
δεσποινίδα
δεσποινίς
δεσπότης
δεσποτικός
δεσποτισμός
δευτέρα
Δευτέρα Παρουσία
δευτερεύον
δευτερευόντως
δευτερεύουσα
δευτερεύων
δεύτερη
δεύτερη κατηγορία
δεύτερο
δεύτερο χέρι
δευτεροβάθμια
δευτεροβάθμιο
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close