Δεύτερον - ορισμός του δεύτερον από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%b4%ce%b5%cf%8d%cf%84%ce%b5%cf%81%ce%bf%ce%bd
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.668.029.272
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
δεύτερον
Μεταφράσεις
δεύτερον
secondly
,
second
δεύτερον
ثانياً
δεύτερον
za druhé
δεύτερον
for det andet
δεύτερον
zweitens
δεύτερον
en segundo lugar
δεύτερον
toiseksi
δεύτερον
deuxièmement
δεύτερον
kao drugo
δεύτερον
in secondo luogo
δεύτερον
第二に
δεύτερον
두 번째로
δεύτερον
ten tweede
δεύτερον
for det andre
δεύτερον
po drugie
δεύτερον
em segundo lugar
δεύτερον
во-вторых
δεύτερον
för det andra
δεύτερον
ในลำดับที่สอง
δεύτερον
ikinci olarak
δεύτερον
thứ hai là
δεύτερον
第二
Πλοηγός λέξεων
?
▲
δέσμη
δεσμίδα
δέσμιος
δεσμός
δεσμοφύλακας
δεσμωτήριο
δεσπόζω
δεσπόζων
Δέσποινα
δεσποινίδα
δεσποινίς
δεσπότης
δεσποτικός
δεσποτισμός
δευτέρα
Δευτέρα Παρουσία
δευτερεύον
δευτερευόντως
δευτερεύουσα
δευτερεύων
δεύτερη
δεύτερη κατηγορία
δεύτερο
δεύτερο χέρι
δευτεροβάθμια
δευτεροβάθμιο
δευτεροβάθμιος
δευτεροκλασάτος
δευτερόλεπτο
δευτερόλεπτο (τόξου)
δεύτερον
Δευτερονόμιον
δεύτερος
δευτερότοκος
Δέχεστε δολάρια;
Δέχεστε πιστωτικές κάρτες;
Δέχεστε ταξιδιωτικές επιταγές;
Δέχεστε χρεωστικές κάρτες;
δέχομαι
δέχομαι-dechome
δέχτηκα
δήγμα
δήθεν
δηκτικός
δηλ.
δηλαδή
δηλητηριάζομαι
δηλητηριάζω
δηλητηρίαση
δηλητηριασμένος
δηλητήριο
δηλητηριώδες
δηλητηριώδης
δηλώνω
δήλωση
δημαγωγία
δημαγωγικός
δημαρχείο
δήμαρχος
δημεύω
Δήμητρα
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close