διάφανος
(προωθήθηκε από διάφανη)Μεταφράσεις
διάφανος
('ðjafanos) αρσενικόδιάφανη
('ðjafani) θηλυκόδιάφανο
('ðjafano) ουδέτεροεπίθετο
καθαρός, που βλέπουμε μέσα του διάφανο βλέμμα διάφανα νερά
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.