διαθέσιμος
(προωθήθηκε από διαθέσιμο)Μεταφράσεις
διαθέσιμος
(ðja'θesimos) αρσενικόδιαθέσιμη
(ðja'θesimi) θηλυκόδιαθέσιμο
availableمُتَوَفِّرdostupnýledigverfügbardisponiblesaatavana olevadisponibledostupandisponibile利用できる사용할 수 있는beschikbaartilgjengeligdostępnydisponívelдоступныйtillgängligมีอยู่uygunsẵn có可用的זמין (ðja'θesimo) ουδέτεροεπίθετο
1. που μπορεί να χρησιμοποιηθεί ελεύθερα διαθέσιμος χώρος
2. που έχει χρόνο και διάθεση για κτ είμαι διαθέσιμος
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.