διακοσμητικός
(προωθήθηκε από διακοσμητική)Μεταφράσεις
διακοσμητικός
(ðjakozmiti'kos) αρσενικόδιακοσμητική
(ðjakozmiti'ci) θηλυκόδιακοσμητικό
decorative, ornamental (ðjakozmiti'ko) ουδέτεροεπίθετο
1. σχετικός με τη διακόσμηση διακοσμητικά αντικείμενα
2. μεταφορικά που δεν είναι απαραίτητος παίζω διακοσμητικό ρόλο
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.