δικαιολογημένος
(προωθήθηκε από δικαιολογημένο)Μεταφράσεις
δικαιολογημένος
(ðiceoloʝi'menos) αρσενικόδικαιολογημένη
(ðiceoloʝi'meni) θηλυκόδικαιολογημένο
justifiablejustificadogerechtvaardigdgerechtfertigtgiustificatojustifiée正当化berettigetperusteltuaоправдано (ðiceoloʝi'meno) ουδέτεροεπίθετο
για τον οποίο υπάρχει αιτία O θυμός του είναι μάλλον δικαιολογημένος.