Δικαιούχος - ορισμός του δικαιούχος από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%b4%ce%b9%ce%ba%ce%b1%ce%b9%ce%bf%cf%8d%cf%87%ce%bf%cf%82
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.736.586.626
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
δικαιούχος
Μεταφράσεις
δικαιούχος
beneficiary
Πλοηγός λέξεων
?
▲
διευρύνω
διεφθαρμένη
διεφθαρμένο
διεφθαρμένος
διήγημα
διήγηση
διηγούμαι
διήθηση
διηθώ
διθυραμβικός
διθύραμβος
δίθυρος
διίσταμαι
δικά μου
δικάζω
δίκαια
δίκαιη
δίκαιο
δικαιοδοσία
δικαιολογημένα
δικαιολογημένη
δικαιολογημένο
δικαιολογημένος
δικαιολογητικό
δικαιολογία
δικαιολογούμαι
δικαιολογώ
δίκαιος
δικαιοσύνη
δικαιούμαι
δικαιούχος
δικαίωμα
δικαιώνομαι
δικαιώνω
δικανικός
δικαστήριο
δικαστής
δικαστική
δικαστικό
δικαστικός
δικές μου
δικέφαλος
δίκη
δική μου
δικηγορία
δικηγορίνα
δικηγόρος
δική-ιά μου
δίκιο
δικλίδα
δίκλινο
δίκλινο δωμάτιο
δικό μου
δικοί μου
δικοί του
δικομματικός
δικός μας
δικός μου
δικός σου
δικός της
δικός του
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close