δικαστικός
(προωθήθηκε από δικαστικό)Μεταφράσεις
δικαστικός
(ðikasti'kos) αρσενικόδικαστική
(ðikasti'ci) θηλυκόδικαστικό
judicial, judiciaryjudiciairejudicialgerichtlichegiudiziariaالقضائيةсъдебна司法司法soudní司法사법 (ðikasti'ko) ουδέτεροεπίθετο
σχετικός με δίκη ή δικαστήριο δικαστικός αγώνας δικαστικός υπάλληλος
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.