Δικηγορία - ορισμός του δικηγορία από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%b4%ce%b9%ce%ba%ce%b7%ce%b3%ce%bf%cf%81%ce%af%ce%b1
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.667.090.322
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
δικηγορία
Μεταφράσεις
δικηγορία
bar
Πλοηγός λέξεων
?
▲
δικάζω
δίκαια
δίκαιη
δίκαιο
δικαιοδοσία
δικαιολογημένα
δικαιολογημένη
δικαιολογημένο
δικαιολογημένος
δικαιολογητικό
δικαιολογία
δικαιολογούμαι
δικαιολογώ
δίκαιος
δικαιοσύνη
δικαιούμαι
δικαιούχος
δικαίωμα
δικαιώνομαι
δικαιώνω
δικανικός
δικαστήριο
δικαστής
δικαστική
δικαστικό
δικαστικός
δικές μου
δικέφαλος
δίκη
δική μου
δικηγορία
δικηγορίνα
δικηγόρος
δική-ιά μου
δίκιο
δικλίδα
δίκλινο
δίκλινο δωμάτιο
δικό μου
δικοί μου
δικοί του
δικομματικός
δικός μας
δικός μου
δικός σου
δικός της
δικός του
δικός τους
δικοτυλήδονος
δίκταμο
δικτάτορας
δικτατορία
δικτατορικός
δικτυακός
δίκτυο
Δίκτυον
δικτυόσφαιρα
δικτυώνoμαι
δικτυώνομαι
δικτυώνω
δικτυωτό
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close