Διοριζόμενος - ορισμός του διοριζόμενος από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%b4%ce%b9%ce%bf%cf%81%ce%b9%ce%b6%cf%8c%ce%bc%ce%b5%ce%bd%ce%bf%cf%82
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.597.494.813
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
διοριζόμενος
Μεταφράσεις
διοριζόμενος
appointee
Πλοηγός λέξεων
?
▲
διοίκηση
διοικητής
διοικητικά
διοικητική
διοικητικό
διοικητικό συμβούλιο
διοικητικός
διοικήτρια
διοικούμαι
διοικώ
διόλου
Διόνυσος
διοξείδιο
διοξείδιο του άνθρακα
δίοπτρα
διορατικός
διορατικότητα
Διοργανώνετε μαθήματα σκι;
Διοργανώνετε μαθήματα σνόουμπορντ;
διοργανώνομαι
διοργανώνω
διοργάνωση
διόρθωμα
διορθώνω
διόρθωση
διορθωτής
διορθωτικός
διορθώτρια
διορία
διορίζομαι
διοριζόμενος
διορίζω
διορισμός
διότι
διουρητικός
διοχετεύομαι
διοχετεύω
διπλά
δίπλα
δίπλα σε
διπλανή
διπλανό
διπλάνο
διπλανός
διπλαρώνω
διπλάσια
διπλασιάζομαι
διπλασιάζω
διπλάσιο
διπλάσιος
διπλή
διπλό
διπλό κρεβάτι
διπλό τζάμι
διπλό τυφλό τεστ
διπλοεστιακά γυαλιά
διπλοκατοικία
διπλός
διπλοσάινο
διπλοσφυριχτής
δίπλωμα
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close