διπλωμάτης
(προωθήθηκε από διπλωμάτισσα)Μεταφράσεις
διπλωμάτης
(ðiplo'matis) αρσενικό-θηλυκόδιπλωμάτισσα
diplomatdiplomateدِبْلُوماسيّdiplomatdiplomatDiplomatdiplomáticodiplomaattidiplomatdiplomatico外交官외교관diplomaatdiplomatdyplomatadiplomataдипломатdiplomatนักการทูตdiplomatnhà ngoại giao外交官дипломатדיפלומט (ðiplo'matisa) θηλυκόουσιαστικό
1. ανώτερο στέλεχος του υπουργείου εξωτερικών γάλλος διπλωμάτης
2. που δεν προκαλεί εντάσεις στη σχέση του με τους άλλους Είναι πολύ διπλωμάτης.
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.