Διυλίζω - ορισμός του διυλίζω από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%b4%ce%b9%cf%85%ce%bb%ce%af%ce%b6%cf%89
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.600.281.704
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
διυλίζω
Μεταφράσεις
διυλίζω
distill
Πλοηγός λέξεων
?
▲
δισεκατομμύριο
δισεκατομμυριοστός
δισεκατομμυριούχος
δίσεκτη
δίσεκτο
δίσεκτο έτος
δίσεκτος
δισκέτα
δίσκετο έτος
δισκίο
δισκοβολία
δισκογραφικός
δισκοθήκη
δισκοπότηρο
δισκοπρίονο
δισκοπωλείο
δίσκος
δίσκος CD
δίσκος CD-ROM
δίσκος DVD
δισταγμός
διστάζω
διστακτική
διστακτικό
διστακτικός
διστακτικότητα
δίστιχο
δίτροχος
διττανθρακικό νάτριο
δίττος
διυλίζω
διϋλίζω
διυλίζω τον κώνωπα και καταπίνω την κάμηλον
διυλιστήριο
διυλιστήριο πετρελαίου
διυπουργικά
δίφθογγος
διφορούμενη
διφορούμενο
διφορούμενος
διχάζομαι
διχάζω
διχασμός
διχειλικός
διχόνοια
διχονοώ
διχοτόμηση
διχοτομία
διχοτομικός
διχοτομώ
δίχτυ
δίχως
δίψα
διψασμένος
Διψάω
διψώ
διωγμός
διώκω
δίωξη
διώροφη
διώροφο
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close