διφορούμενος
(προωθήθηκε από διφορούμενο)Μεταφράσεις
διφορούμενος
(ðifo'rumenos) αρσενικόδιφορούμενη
(ðifo'rumeni) θηλυκόδιφορούμενο
equivocal, ambiguous, evasive, dubiousambigu, douteuxمُريِبpochybnýtvivlsomzweifelhaftdudosoepäilyttävädvojbenincerto怪しげな의심스러운dubieustvilsomwątpliwyduvidoso, ambíguoсомнительныйtvivelaktigน่าสงสัยkuşkuluđáng ngờ暧昧的 (ðifo'rumeno) ουδέτεροεπίθετο
1. που ερμηνεύεται με δύο τρόπους διφορούμενη σημασία
2. που δεν είναι καθαρός στις προθέσεις του διφορούμενη συμπεριφορά