Διχάζομαι - ορισμός του διχάζομαι από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%b4%ce%b9%cf%87%ce%ac%ce%b6%ce%bf%ce%bc%ce%b1%ce%b9
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
11.379.581.602
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google+
Yahoo
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
διχάζομαι
Μεταφράσεις
διχάζομαι
(
ði'xazome
)
ρήμα
μεσοπαθητικό (ρήμα)
se diviser
Η κοινή γνώμη διχάστηκε σε δύο στρατόπεδα.
L'opinion publique s'est divisée en deux camps.
Πλοηγός λέξεων
?
▲
δισκοβολία
δισκογραφικός
δισκοθήκη
δισκοπότηρο
δισκοπρίονο
δισκοπωλείο
δίσκος
δίσκος CD
δίσκος CD-ROM
δίσκος DVD
δισταγμός
διστάζω
διστακτική
διστακτικό
διστακτικός
διστακτικότητα
δίστιχο
δίτροχος
διττανθρακικό νάτριο
δίττος
διυλίζω
διϋλίζω
διυλίζω τον κώνωπα και καταπίνω την κάμηλον
διυλιστήριο
διυλιστήριο πετρελαίου
διυπουργικά
δίφθογγος
διφορούμενη
διφορούμενο
διφορούμενος
διχάζομαι
διχάζω
διχασμός
διχειλικός
διχόνοια
διχονοώ
διχοτόμηση
διχοτομία
διχοτομικός
διχοτομώ
δίχτυ
δίχως
δίψα
διψασμένος
Διψάω
διψώ
διωγμός
διώκω
δίωξη
διώροφη
διώροφο
διώροφος
διώρυγα
διώχνω
ΔΚΔ
ΔΝΤ
δόγμα
δογματικός
δογματισμός
δοθιήνας
δοιάκι
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close