δοκιμαστικός
(προωθήθηκε από δοκιμαστική)Μεταφράσεις
δοκιμαστικός
(ðocimasti'kos) αρσενικόδοκιμαστική
(ðocimasti'ci) θηλυκόδοκιμαστικό
опытныйexperimental, trialpruebaTesttesttesteاختبارtest测试測試testtestitestทดสอบ (ðocimasti'ko) ουδέτεροεπίθετο
που γίνεται πειραματικά δοκιμαστικό τεστ
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.