δολοφονικός
(προωθήθηκε από δολοφονικό)Μεταφράσεις
δολοφονικός
(ðolofoni'kos)δολοφονική
(ðolofoni'ci) θηλυκόδολοφονικό
(ðolofoni'ko) ουδέτεροεπίθετο
1. που μπορει να σκοτώσει δολοφονικές τάσεις δολοφονικό όπλο
2. μεταφορικά που φανερώνει μίσος δολοφονικό βλέμμα