Δονώ - ορισμός του δονώ από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%b4%ce%bf%ce%bd%cf%8e
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.593.089.438
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
δονώ
Μεταφράσεις
δονώ
يَهُزُّ
δονώ
třást
δονώ
ryste
δονώ
schütteln
δονώ
shake
δονώ
agitar
δονώ
ravistaa
δονώ
secouer
δονώ
tresti
δονώ
scuotere
δονώ
振る
δονώ
(...을) 흔들다
δονώ
schudden
δονώ
riste
δονώ
potrząsnąć
δονώ
sacudir
δονώ
трясти
δονώ
skaka
δονώ
สั่น ทำให้สั่น ทำให้ตกใจและสะเทือนใจ
δονώ
çalkalamak
δονώ
lắc
δονώ
摇动
Πλοηγός λέξεων
?
▲
δόκτωρ
δολάριο
δόλιος
δολιοφθορά
δολιοφθορέας
δολιχοκεφαλία
δολλάριο
δολομίτης
δολοπλοκία
δόλος
δολοφονία
δολοφονική
δολοφονικό
δολοφονικός
δολοφόνισσα
δολοφόνος
δολοφονώ
δολοφωνία
δόλωμα
δομή
δομικός
Δομινικανή Δημοκρατία
δομινικανός
δόνηση
δονήσιμος
δονκιχωτικός
δονούμαι
δόντι
δοντια
δόντια
δονώ
δόξα
δοξάζομαι
δοξάζω
δοξάρι
δοξασία
δορά
Δοράς
δόρυ
δορυφορική πλοήγηση
δορυφορικό πιάτο
δορυφόρος
δόση
δοσίλογος
δοσίμετρο
δοσοληψία
δοσολογία
δότης
δοτική
δότρια
Δουβλίνο
δούκας
δουκάτο
δούκισσα
δούλα
δουλειά
δουλεία
δουλειά για τις διακοπές
δουλειές
δουλέμπορος
δουλεύω
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close