Δοξάρι - ορισμός του δοξάρι από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%b4%ce%bf%ce%be%ce%ac%cf%81%ce%b9
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.665.777.931
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
δοξάρι
Μεταφράσεις
δοξάρι
archet
bow
(
ðo'ksari
)
ουσιαστικό
ουδέτερο
βέργα που χρησιμοποιείται σε κπ έγχορδα όργανα
archet
αρσενικό
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Πλοηγός λέξεων
?
▲
δολιοφθορέας
δολιχοκεφαλία
δολλάριο
δολομίτης
δολοπλοκία
δόλος
δολοφονία
δολοφονική
δολοφονικό
δολοφονικός
δολοφόνισσα
δολοφόνος
δολοφονώ
δολοφωνία
δόλωμα
δομή
δομικός
Δομινικανή Δημοκρατία
δομινικανός
δόνηση
δονήσιμος
δονκιχωτικός
δονούμαι
δόντι
δοντια
δόντια
δονώ
δόξα
δοξάζομαι
δοξάζω
δοξάρι
δοξασία
δορά
Δοράς
δόρυ
δορυφορική πλοήγηση
δορυφορικό πιάτο
δορυφόρος
δόση
δοσίλογος
δοσίμετρο
δοσοληψία
δοσολογία
δότης
δοτική
δότρια
Δουβλίνο
δούκας
δουκάτο
δούκισσα
δούλα
δουλειά
δουλεία
δουλειά για τις διακοπές
δουλειές
δουλέμπορος
δουλεύω
δουλέυω
δουλικός
δουλικότητα
δουλοπρέπεια
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close