Δράστης - ορισμός του δράστης από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%b4%cf%81%ce%ac%cf%83%cf%84%ce%b7%cf%82
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
11.378.068.796
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google+
Yahoo
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
δράστης
Μεταφράσεις
δράστης
(
'ðrastis
)
αρσενικό
δράστρια
perpetrator
,
culprit
(
'ðrastria
)
θηλυκό
ουσιαστικό
που είναι υπεύθυνος για έγκλημα
auteur
αρσενικό
ο δράστης του εγκλήματος
l'auteur du crime
Πλοηγός λέξεων
?
▲
δούρειος ίππος
δοχείο
δραγόνος
δράκοs
δράκοντας
δρακόντειος
δράκος
δράκουλας
Δράκων
δράμα
δραματική
δραματικό
δραματικός
δραματολόγιο
δραματουργός
δράπανο
δραπέτευση
δραπετεύω
δραπέτης
δραπέτισσα
δράση
δρασκελιά
δρασκελίζω
δρασκελισμός
δραστήρια
δραστήριο
δραστηριοποιούμαι
δραστηριοποιώ
δραστήριος
δραστηριότητα
δράστης
δραστική
δραστικό
δραστικός
δράστρια
δραχμή
δρεπάνι
δρέπω
δριμύς
δριμύτατα
δριμύτητα
δρομάδα
δρομαίος
δρομάκι
δρομάς
δρομέας
δρόμοι
δρομολόγιο
δρομολογούμαι
δρομολογώ
δρομόμετρο
δρόμος
δροσερή
δροσερό
δροσερός
δροσιά
δροσίζει
δροσίζομαι
δροσίζω
δροσιστική
δροσιστικό
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close