δράστης
(προωθήθηκε από δράστρια)Μεταφράσεις
δράστης
('ðrastis) αρσενικόδράστρια
perpetrator, culprit ('ðrastria) θηλυκόουσιαστικό
που είναι υπεύθυνος για έγκλημα ο δράστης του εγκλήματος
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.