Δροσίζω - ορισμός του δροσίζω από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%b4%cf%81%ce%bf%cf%83%ce%af%ce%b6%cf%89
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.591.243.983
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
δροσίζω
Μεταφράσεις
δροσίζω
rafraîchir
(
ðro'sizo
)
ρήμα
μεταβατικό (ρήμα)
δίνω υγρασία, φρεσκάδα σε κτ ή κπ
rafraîchir
Το αεράκι μάς δρόσισε.
Ce petit vent nous a rafraîchis.
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Πλοηγός λέξεων
?
▲
δραστήριος
δραστηριότητα
δράστης
δραστική
δραστικό
δραστικός
δράστρια
δραχμή
δρεπάνι
δρέπω
δριμύς
δριμύτατα
δριμύτητα
δρομάδα
δρομαίος
δρομάκι
δρομάς
δρομέας
δρόμοι
δρομολόγιο
δρομολογούμαι
δρομολογώ
δρομόμετρο
δρόμος
δροσερή
δροσερό
δροσερός
δροσιά
δροσίζει
δροσίζομαι
δροσίζω
δροσιστική
δροσιστικό
δροσιστικός
δροσίτης
δροσόπαγος
δρόσος
δροσούλα
δρυίδες
δρυΐδης
Δρυΐδων
δρύινος
δρυμός
δρυς
δρύς
δρω
ΔΤΑΛ
δυαδικό ψηφίο
δυαδικός
δυαλισμός
δυάρι
δυϊκός
δυϊσμός
δυνάμει
δυνάμεις
δύναμη
δύναμη θέλησης
δυναμικά
δυναμική
δυναμική ενέργεια
δυναμικό
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close