δροσιστικός
(προωθήθηκε από δροσιστική)Μεταφράσεις
δροσιστικός
(ðrosisti'kos) αρσενικόδροσιστική
(ðrosisti'ci) θηλυκόδροσιστικό
refreshing (ðrosisti'ko) ουδέτεροεπίθετο
που χαρίζει δροσιά δροσιστικό ποτό
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.