δυναμωτικός
(προωθήθηκε από δυναμωτικό)Μεταφράσεις
δυναμωτικός
(ðinamoti'kos) αρσενικόδυναμωτική
(ðinamoti'ci) θηλυκόδυναμωτικό
(ðinamoti'ko) ουδέτεροεπίθετο
που δίνει δύναμη δυναμωτική τροφή δυναμωτικές βιταμίνες
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.