δυσκολεύω
Μεταφράσεις
δυσκολεύω
(ðisko'levo)ρήμα μεταβατικό (ρήμα)
κάνω κτ πιο δύσκολο δυσκολεύω το έργο κάποιου
δυσκολεύω
ρήμα αμετάβατο (ρήμα)
γίνομαι πιο δύσκολος Τα πράγματα δυσκολεύουν.
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.