Δωσιδικία - ορισμός του δωσιδικία από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%b4%cf%89%cf%83%ce%b9%ce%b4%ce%b9%ce%ba%ce%af%ce%b1
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.669.500.077
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
δωσιδικία
Μεταφράσεις
δωσιδικία
liability
Πλοηγός λέξεων
?
▲
ΔΦΑ
δω
δώδεκα
δωδεκάδα
δωδεκαδακτυλίτιδα
δωδεκαδάκτυλο
δωδεκάεδρος
δωδεκαριά
δωδέκατη
δωδέκατο
δωδέκατος
δωδεκάωρη
δωδεκάωρο
δωδεκάωρος
δωματιάκι
δωμάτιο
δωμάτιο για είδη καθαρισμού
δωμάτιο προσωπικού
δωρεά
δωρεάν
δωρεάν μεταφορά με το αυτοκίνητο
δώρημα
δωρητής
δωρίζω
δωρικός
δώρο
δωροδοκία
δωροδοκώ
Δωροθέα
δωροληψία
δωσιδικία
δωσίλογος
Δώστε μου τα στοιχεία της ασφάλειάς σας, παρακαλώ
ε
Ε.Ε.
εάν
Εάν πρόκειται να αργήσετε, σας παρακαλούμε να μας τηλεφωνήσετε
εαρινός
εαυτή
εαυτό
εαυτός
έβαλα
έβγα
έβγαλα
εβδομάδα
εβδομαδιαία
εβδομαδιαίο
εβδομαδιαίος
έβδομη
εβδομηκοστός
εβδομήντα
έβδομο
έβδομος
εβένινος
έβενος
εβονίτης
εβραία
εβραϊκά
εβραϊκή
εβραϊκό
Εβραϊκό Πάσχα
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close