δύστροπος
(προωθήθηκε από δύστροπο)Μεταφράσεις
δύστροπος
('ðistropos) αρσενικόδύστροπη
('ðistropi) θηλυκόδύστροπο
fractious ('ðistropo) ουδέτεροεπίθετο
ιδιότροπος, δύσκολος δύστροπη γυναίκα
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.