Εγγεγραμμένος - ορισμός του εγγεγραμμένος από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%b5%ce%b3%ce%b3%ce%b5%ce%b3%cf%81%ce%b1%ce%bc%ce%bc%ce%ad%ce%bd%ce%bf%cf%82
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.593.097.921
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
εγγεγραμμένος
Μεταφράσεις
εγγεγραμμένος
مُسَجَّل
εγγεγραμμένος
doporučený
εγγεγραμμένος
registreret
εγγεγραμμένος
eingetragen
εγγεγραμμένος
registered
εγγεγραμμένος
certificado
,
registrado
εγγεγραμμένος
kirjattu
εγγεγραμμένος
inscrit
εγγεγραμμένος
preporučen
εγγεγραμμένος
registrato
εγγεγραμμένος
登録した
εγγεγραμμένος
등록된
εγγεγραμμένος
geregistreerd
εγγεγραμμένος
registrert
εγγεγραμμένος
zarejestrowany
εγγεγραμμένος
registado
,
registrado
εγγεγραμμένος
зарегистрированный
εγγεγραμμένος
registrerad
εγγεγραμμένος
ที่ได้ลงทะเบียน
εγγεγραμμένος
kayıtlı
εγγεγραμμένος
đã đăng ký
εγγεγραμμένος
挂号 的
Πλοηγός λέξεων
?
▲
εαρινός
εαυτή
εαυτό
εαυτός
έβαλα
έβγα
έβγαλα
εβδομάδα
εβδομαδιαία
εβδομαδιαίο
εβδομαδιαίος
έβδομη
εβδομηκοστός
εβδομήντα
έβδομο
έβδομος
εβένινος
έβενος
εβονίτης
εβραία
εβραϊκά
εβραϊκή
εβραϊκό
Εβραϊκό Πάσχα
Εβραϊκό Σάββατο
εβραϊκός
Εβραίος
έγγαμος
εγγαστρίμυθος
έγγαφο
εγγεγραμμένος
εγγελαρδία
εγγενής
εγγίζω
Εγγλέζα
εγγλέζικος
Εγγλέζος
εγγονάκι
εγγονή
εγγόνι
εγγόνια
εγγονός
εγγράμματος
εγγραφέας
εγγραφή
έγγραφο
εγγράφομαι
εγγράφομαι σε μητρώο ανέργων
εγγράφω
εγγυημένη
εγγυημένο
εγγυημένος
εγγύηση
εγγυητής
εγγύς
Εγγύς Ανατολή
εγγύτητα
εγγυώμαι
έγδαρα
έγειρα
εγείρομαι
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close