Εγκεφαλικό - ορισμός του εγκεφαλικό από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%b5%ce%b3%ce%ba%ce%b5%cf%86%ce%b1%ce%bb%ce%b9%ce%ba%cf%8c
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.667.682.658
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
εγκεφαλικό
Μεταφράσεις
εγκεφαλικό
stroke
εγκεφαλικό
سَكْتَة
εγκεφαλικό
mrtvice
εγκεφαλικό
slagtilfælde
εγκεφαλικό
Streicheln
εγκεφαλικό
ataque
,
caricia
εγκεφαλικό
sively
εγκεφαλικό
attaque
εγκεφαλικό
moždani udar
εγκεφαλικό
colpo
εγκεφαλικό
なでること
εγκεφαλικό
뇌졸중
εγκεφαλικό
beroerte
εγκεφαλικό
klapp
εγκεφαλικό
cios
εγκεφαλικό
AVC
εγκεφαλικό
удар
εγκεφαλικό
slag
εγκεφαλικό
การอุดตันของเส้นโลหิตที่ไปเลี้ยงสมอง
εγκεφαλικό
okşama
εγκεφαλικό
đột quỵ
εγκεφαλικό
中风
Πλοηγός λέξεων
?
▲
εγκαίνια
εγκαινιάζω
έγκαιρα
έγκαιρη
έγκαιρο
έγκαιρος
εγκαίρως
εγκαλώ
εγκάρδια
εγκάρδιο
εγκάρδιος
εγκαρδιότητα
εγκάρσια
εγκάρσιος
εγκαρτέρηση
εγκαταλειμένος
εγκαταλειμμένος
εγκαταλείπω
εγκατάλειψη
εγκαταλελειμμένη
εγκαταλελειμμένο
εγκαταλελειμμένος
εγκαταστάθηκα
εγκαταστάσεις
εγκατάσταση
έγκαυμα
έγκαυμα από τον ήλιο
εγκαυστική
Εγκέλαδος
εγκεφαλική
εγκεφαλικό
εγκεφαλικός
εγκέφαλος
εγκλεισμός
εγκλείω
έγκλημα
εγκληματίας
εγκληματική
εγκληματικό
εγκληματικός
εγκληματικότητα
εγκληματολογία
εγκληματολογικός
εγκληματολόγος
εγκληματώ
εγκλιματίζομαι
εγκλιμάτιση
έγκλιση
εγκλιτική
εγκλιτικός
εγκλωβίζομαι
εγκλωβίζω
εγκοπή
εγκόσμιος
εγκράτεια
εγκρατής
εγκρίνομαι
εγκρίνω
έγκριση
εγκύκλιος
εγκυκλοπαίδεια
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close