εγκυκλοπαιδικός
Μεταφράσεις
εγκυκλοπαιδικός
(enɟiklopeði'kos) αρσενικόεγκυκλοπαιδική
(eŋɟiklopeði'ci) θηλυκόεγκυκλοπαιδικό
encyclopédique (eŋɟiklopeði'ko) ουδέτεροεπίθετο
1. σχετικός με εγκυκλοπαίδεια εγκυκλοπαιδικό λεξικό
2. γενικές γνώσεις
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.