Εγωιστικός - ορισμός του εγωιστικός από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%b5%ce%b3%cf%89%ce%b9%cf%83%cf%84%ce%b9%ce%ba%cf%8c%cf%82
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
10.779.009.905
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google+
Yahoo
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
εγωιστικός
Μεταφράσεις
εγωιστικός
(
eɣoisti'kos
)
αρσενικό
εγωιστική
(
eɣoisti'ci
)
θηλυκό
εγωιστικό
egotistical
égoïstique
(
eɣoisti'ko
)
ουδέτερο
επίθετο
που χαρακτηρίζει τον εγωιστή
égoïste
εγωιστική συμπεριφορά
un comportement égoïste
Πλοηγός λέξεων
?
▲
εγκυρότητα
εγκωμιάζω
εγκώμιο
έγκώμιο
έγνοια
έγραψα
εγχάραξη
εγχείρημα
εγχείρηση
εγχειρίδιο
εγχειρίζω
εγχείριση
εγχέω
έγχορδα
έγχορδη
έγχορδο
έγχορδος
Έγχρωμη
έγχρωμη τηλεόραση
έγχρωμο
έγχρωμος
έγχυμα
εγχώριος
εγώ
εγώ ο ίδιος
εγωισμός
εγωιστής
εγωιστικά
εγωιστική
εγωιστικό
εγωιστικός
εγωίστρια
εγωκεντρικός
εγωλάτρης
εδαφικός
εδαφολογία
έδαφος
έδειξα
έδειρα
Εδέμ
έδεσα
εδεσματολόγιο
έδικτον
Εδιμβούργο
έδρα
έδρα εταιρείας
εδράζω
εδραίος
εδραιώνω
εδραίωση
έδρανα
έδρανο
εδώ
Εδώ τελειώνει η ουρά;
εδώδιμος
εδώλιο
έδωσα
ΕΈ
έζησα
εθελημένος
εθελοντής
▼
Facebook Share
Twitter
Google+
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Google+
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close