ειδικός
(προωθήθηκε από ειδικό)Μεταφράσεις
ειδικός
(iði'kos) αρσενικόειδική
(iði'ci) θηλυκόειδικό
(iði'ko)επίθετο
με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, κατάλληλος ειδική μεταχείριση
με κπ αναπηρία
με κπ αναπηρία
ειδικός
expert, special, specialist, particularexpert, spécial, spécialisteخَاصّ, خَبِيرodborník, zvláštníekspert, specielbesonders, Experteespecial, expertoasiantuntija, erikoinenspecijalan, stručnjakesperto, speciale専門家, 特別の전문가, 특별한expert, speciaalekspert, spesiellfachowiec, specjalnyespecial, peritoособый, экспертexpert, speciellผู้เชี่ยวชาญ, พิเศษözel, uzmanchuyên gia, đặc biệt专家, 特别的, 特别Специални特別ουσιαστικό αρσενικό-θηλυκό
που έχει βαθιές γνώσεις σε συγκεκριμένο κλάδο ειδικός στην πυρηνική φυσική Να ζητήσουμε τη γνώμη ειδικού.
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.