ειδυλλιακός
Μεταφράσεις
ειδυλλιακός
(iðilia'kos) αρσενικόειδυλλιακή
(iðilia'ci) θηλυκόειδυλλιακό
idyllic (iðilia'ko) ουδέτεροεπίθετο
ιδανικός και εξαιρετικά ευχάριστος ειδυλλιακές συνθήκες ειδυλλιακό τοπίο
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.