εικοσιτετράωρος
(προωθήθηκε από εικοσιτετράωρη)Μεταφράσεις
εικοσιτετράωρος
(ikosite'traoros) αρσενικόεικοσιτετράωρη
(ikosite'traori) θηλυκόεικοσιτετράωρο
(ikosite'traorο) ουδέτεροεπίθετο
που διαρκεί 24 ώρες εικοσιτετράωρη απεργία
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.