εκατομμυριοστός
(προωθήθηκε από εκατομμυριοστή)Μεταφράσεις
εκατομμυριοστός
(ekatomirjo'stos)εκατομμυριοστή
(ekatomirjo'sti)εκατομμυριοστό
millionnième (ekatomirjo'sto)επίθετο
που έχει τη θέση ένα εκατομμύριο στη σειρά των αριθμών
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.