εκδηλωτικός
(προωθήθηκε από εκδηλωτική)Μεταφράσεις
εκδηλωτικός
(ekðiloti'kos)εκδηλωτική
(ekðiloti'ci)εκδηλωτικό
outgoingdemostrativo示范示範 (ekðiloti'ko)επίθετο
που φανερώνει αυτά που σκέφτεται ή αισθάνεται εκδηλωτικός άνθρωπος
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.