εκδικητικός
(προωθήθηκε από εκδικητική)Μεταφράσεις
εκδικητικός
(ekðiciti'kos) αρσενικόεκδικητική
(ekðiciti'ci) θηλυκόεκδικητικό
vindicatifvindictive (ekðiciti'ko) ουδέτεροεπίθετο
που έχει την τάση να εκδικείται εκδικητικός χαρακτήρας
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.