εκδοτικός
(προωθήθηκε από εκδοτική)Μεταφράσεις
εκδοτικός
(ekðoti'kos) αρσενικόεκδοτική
(ekðoti'ci) θηλυκόεκδοτικό
издательский (ekðoti'kο) ουδέτεροεπίθετο
σχετικός με τη διαδικασία έκδοσης εκδοτικός οίκος εκδοτικά έξοδα
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.