εκλεκτικός
(προωθήθηκε από εκλεκτική)Μεταφράσεις
εκλεκτικός
(eklekti'kos) αρσενικόεκλεκτική
(eklekti'ci) θηλυκόεκλεκτικό
ecléctiqueeclecticэклектичный (eklekti'ko) ουδέτεροεπίθετο
που προσέχει πολύ όταν διαλέγει κτ Είναι εκλεκτική στα γούστα της.