εκλεκτός
(προωθήθηκε από εκλεκτό)Μεταφράσεις
εκλεκτός
(ekle'ktos) αρσενικόεκλεκτή
(ekle'kti) θηλυκόεκλεκτό
choice (ekle'kto) ουδέτεροεπίθετο
1. που τον έχουν προτιμήσει εκλεκτός λαός
2. εξαιρετικός εκλεκτό κρασί
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.