Εκλογική έδρα - ορισμός του εκλογική έδρα από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%b5%ce%ba%ce%bb%ce%bf%ce%b3%ce%b9%ce%ba%ce%ae+%ce%ad%ce%b4%cf%81%ce%b1
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.662.232.747
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
εκλογική έδρα
Μεταφράσεις
εκλογική έδρα
عُضْوِيَّةٌ في مَجْلِسٍ تَشْرِيعيّ
εκλογική έδρα
křeslo
εκλογική έδρα
sæde
εκλογική έδρα
Sitz
εκλογική έδρα
seat
εκλογική έδρα
distrito electoral
εκλογική έδρα
edustajan paikka vaalipiirissä
εκλογική έδρα
siège
εκλογική έδρα
mandat
εκλογική έδρα
seggio
εκλογική έδρα
議席
εκλογική έδρα
의석
εκλογική έδρα
zetel
εκλογική έδρα
sete
εκλογική έδρα
siedziba
εκλογική έδρα
círculo eleitoral
,
eleitorado
εκλογική έδρα
избирательный округ
εκλογική έδρα
säte
εκλογική έδρα
ที่นั่งในรัฐสภา
εκλογική έδρα
koltuk
εκλογική έδρα
ghế bầu cử
εκλογική έδρα
席位
Πλοηγός λέξεων
?
▲
εκλαϊκεύω
εκλατινίζω
έκλαψα
εκλέγομαι
εκλέγω
εκλειπτική
εκλειπτικός
έκλειψη
εκλεκτή
εκλεκτής ράτσας
εκλεκτική
εκλεκτικό
εκλεκτικός
εκλεκτικότητα
εκλεκτισμός
εκλεκτό
εκλεκτορικός
εκλεκτός
έκλεκτος
εκλέξιμος
εκλεπτυσμένη
εκλεπτυσμένο
εκλεπτυσμένος
έκλεψα
έκληξη
εκλιπαρώ
εκλογέας
εκλογές
εκλογή
εκλογικά
εκλογική έδρα
εκλογική περιφέρεια
εκλογικό σώμα
εκλογικός
εκλόγιμος
έκλυση
έκλυτος
εκμαγείο
εκμάθηση
εκμαυλίζω
εκμαυλισμός
εκμεταλλεύομαι
εκμετάλλευση
εκμηδενίζω
εκμισθώνω
εκμίσθωση
εκμοντερνίζω
εκμπομπή τοκσόου
εκμυστηρεύομαι
εκνευρίζομαι
εκνευρίζω
εκνευρισμένος
εκνευρισμός
εκνευριστική
εκνευριστικό
εκνευριστικός
εκνικώ
Εκουαδόρ
εκουσίως
έκπαγλος
εκπαιδεύομαι
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close