Εκλογικό σώμα - ορισμός του εκλογικό σώμα από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%b5%ce%ba%ce%bb%ce%bf%ce%b3%ce%b9%ce%ba%cf%8c+%cf%83%cf%8e%ce%bc%ce%b1
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
13.368.022.491
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
εκλογικό σώμα
Μεταφράσεις
εκλογικό σώμα
electorate
εκλογικό σώμα
électorat
εκλογικό σώμα
نَاخِبُون
εκλογικό σώμα
voliči
εκλογικό σώμα
vælgerkorps
εκλογικό σώμα
Wählerschaft
εκλογικό σώμα
electorado
εκλογικό σώμα
äänestäjät
εκλογικό σώμα
izborno tijelo
εκλογικό σώμα
elettorato
εκλογικό σώμα
選挙人
εκλογικό σώμα
유권자
εκλογικό σώμα
kiezers
εκλογικό σώμα
velgergruppe
εκλογικό σώμα
elektorat
εκλογικό σώμα
eleitorado
εκλογικό σώμα
электорат
εκλογικό σώμα
valkrets
εκλογικό σώμα
ผู้มีสิทธิ์เลือกตั้ง
εκλογικό σώμα
seçmen bölgesi
εκλογικό σώμα
đoàn cử tri
εκλογικό σώμα
选民
Πλοηγός λέξεων
?
▲
έκλαψα
εκλέγομαι
εκλέγω
εκλειπτική
εκλειπτικός
έκλειψη
εκλεκτή
εκλεκτής ράτσας
εκλεκτική
εκλεκτικό
εκλεκτικός
εκλεκτικότητα
εκλεκτισμός
εκλεκτό
εκλεκτορικός
εκλεκτός
έκλεκτος
εκλέξιμος
εκλεπτυσμένη
εκλεπτυσμένο
εκλεπτυσμένος
έκλεψα
έκληξη
εκλιπαρώ
εκλογέας
εκλογές
εκλογή
εκλογικά
εκλογική έδρα
εκλογική περιφέρεια
εκλογικό σώμα
εκλογικός
εκλόγιμος
έκλυση
έκλυτος
εκμαγείο
εκμάθηση
εκμαυλίζω
εκμαυλισμός
εκμεταλλεύομαι
εκμετάλλευση
εκμηδενίζω
εκμισθώνω
εκμίσθωση
εκμοντερνίζω
εκμπομπή τοκσόου
εκμυστηρεύομαι
εκνευρίζομαι
εκνευρίζω
εκνευρισμένος
εκνευρισμός
εκνευριστική
εκνευριστικό
εκνευριστικός
εκνικώ
Εκουαδόρ
εκουσίως
έκπαγλος
εκπαιδεύομαι
εκπαιδευόμενος
εκπαιδευόμενος οδηγός
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close