ελαφρύς-ός
(προωθήθηκε από ελαφριά)Μεταφράσεις
ελαφρύς-ός
(ela'fris-os) αρσενικόελαφριά
(elafri'a) θηλυκόελαφρύ-ό
(ela'fri-o) ουδέτεροεπίθετο
1. που δεν έχει πολύ βάρος ελαφριά βαλίτσα
μεταφορικά πολύ ελαφρύς
μεταφορικά πολύ ελαφρύς
2. όχι πολύ ζεστός ελαφρύ πάπλωμα
3. όχι πολύ κρύος ελαφρύς χειμώνας
4. όχι πολύ σοβαρό ελαφρύ τραγούδιθέαμα
5. όχι βαρύς για το στομάχι ελαφρύ φαγητό
6. χωρίς πολλή σκέψη
πρόστυχη
πρόστυχη
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.