Ελαχιστοποιώ - ορισμός του ελαχιστοποιώ από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%b5%ce%bb%ce%b1%cf%87%ce%b9%cf%83%cf%84%ce%bf%cf%80%ce%bf%ce%b9%cf%8e
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.658.744.311
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
ελαχιστοποιώ
Μεταφράσεις
ελαχιστοποιώ
minimize
ελαχιστοποιώ
minimiser
ελαχιστοποιώ
يُقَلِّلُ
ελαχιστοποιώ
minimalizovat
ελαχιστοποιώ
minimere
ελαχιστοποιώ
minimieren
ελαχιστοποιώ
minimizar
ελαχιστοποιώ
minimoida
ελαχιστοποιώ
minimizirati
ελαχιστοποιώ
minimizzare
ελαχιστοποιώ
最小限度にする
ελαχιστοποιώ
최소화하다
ελαχιστοποιώ
minimaliseren
ελαχιστοποιώ
minimere
ελαχιστοποιώ
pomniejszyć
ελαχιστοποιώ
minimizar
ελαχιστοποιώ
доводить до минимума
ελαχιστοποιώ
minimera
ελαχιστοποιώ
ทำให้เล็กลงที่สุด
ελαχιστοποιώ
en aza indirgemek
ελαχιστοποιώ
giảm thiểu
ελαχιστοποιώ
最小化
Πλοηγός λέξεων
?
▲
έλατο
ελάττωμα
ελαττωματική
ελαττωματικό
ελαττωματικός
ελαττώνομαι
ελαττώνω
ελάττωση
ελαφάκι
ελάφι
ελαφίδες
ελαφίνα
ελαφοκέρατο
ελαφρά
ελαφραίνω
ελαφριά
ελαφρόμυαλος
ελαφρόπετρα
ελαφρός
ελαφρότητα
ελαφρύνω
ελαφρύ-ό
ελαφρύς
ελαφρύς-ός
ελαφρώνω
ελαφρώς
ελάχιστα
ελάχιστη
ελάχιστο
ελαχιστοποίηση
ελαχιστοποιώ
ελάχιστος
Ελβετία
Ελβετίδα
ελβετικό Φράγκο
ελβετικός
Ελβετός
ελεγεία
ελεγειακός
ελεγκτής
ελεγκτής εισιτηρίων
ελεγκτής εναέριας κυκλοφορίας
ελέγκτρια
ελέγξιμος
έλεγχος
έλεγχος γεννήσεων
έλεγχος διαβατηρίων
ελέγχω
ελεεινή
ελεεινό
ελεεινολογώ
ελεεινός
ελεημοσύνη
ελέησα
έλειψα
Ελένη
έλεος
ελεύθερα
ελεύθερη
ελεύθερη κατάδυση
ελεύθερη πτώση
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close