Εμμηνόπαυση - ορισμός του εμμηνόπαυση από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%b5%ce%bc%ce%bc%ce%b7%ce%bd%cf%8c%cf%80%ce%b1%cf%85%cf%83%ce%b7
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
11.944.712.327
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Yahoo
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
εμμηνόπαυση
Μεταφράσεις
εμμηνόπαυση
menopause
εμμηνόπαυση
سِنّ الْيَأسِ
εμμηνόπαυση
menopauza
εμμηνόπαυση
overgangsalder
εμμηνόπαυση
Wechseljahre
εμμηνόπαυση
menopausia
εμμηνόπαυση
vaihdevuodet
εμμηνόπαυση
ménopause
εμμηνόπαυση
menopauza
εμμηνόπαυση
menopausa
εμμηνόπαυση
閉経期
εμμηνόπαυση
갱년기
εμμηνόπαυση
menopauze
εμμηνόπαυση
overgangsalder
εμμηνόπαυση
menopauza
εμμηνόπαυση
menopausa
εμμηνόπαυση
менопауза
εμμηνόπαυση
klimakterium
εμμηνόπαυση
ช่วงวัยหมดประจำเดือน
εμμηνόπαυση
menopoz
εμμηνόπαυση
sự mãn kinh
εμμηνόπαυση
更年期
Πλοηγός λέξεων
?
▲
εμβολιασμένη
εμβολιασμένο
εμβολιασμένος
εμβολιασμός
εμβολίζω
εμβόλιο
έμβολο
εμβροντησία
εμβρόντητη
εμβρόντητο
εμβρόντητος
εμβρυακός
έμβρυο
εμβρυοκτόνος
εμβρυολογικός
έμεινα
Έμεινα από βενζίνη
εμείς
εμείς οι ίδιοι
εμένα
έμεσμα
εμετικός
εμετός
εμίρης
εμμένω
έμμεση
έμμεσο
έμμεσος
εμμηναγωγό
εμμηνοπαύση
εμμηνόπαυση
εμμηνόρροια
εμμηνορρυσία
εμμονή
έμμονη
έμμονη ιδέα
έμμονο
εμμονοληπτικός
έμμονος
εμού
εμπάθεια
εμπαθής
εμπαίζω
εμπάργκο
εμπεδώνω
εμπέδωση
έμπειρη
εμπειρία
εμπειρικά
εμπειρικός
εμπειρισμός
έμπειρο
εμπειρογνώμονας
εμπειρογνώμων
έμπειρος
έμπειρος από τη ζωή
εμπιβλητικός
εμπιστεύομαι
εμπιστευτικά
εμπιστευτική
εμπιστευτικό
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close