εμπλουτίζω
Μεταφράσεις
εμπλουτίζω
enrich (emblu'tizo)ρήμα μεταβατικό (ρήμα)
1. κάνω κτ πιο πλούσιο σε συστατικά εμπλουτίζω το χώμα με λίπασμα
2. συμπληρώνω εμπλουτίζω συλλογή
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.