εμπνέω
Μεταφράσεις
εμπνέω
inspireвдохновлять (emb'neo)ρήμα μεταβατικό (ρήμα)
1. δίνω ιδέες για δημιουργία Με εμπνέει η δουλειά μου.
2. μεταδίδω συναίσθημα εμπνέω εμπιστοσύνη σε κπ
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.