εμπορικός
(προωθήθηκε από εμπορικό)Μεταφράσεις
εμπορικός
(embori'kos) αρσενικόεμπορική
(embori'ci) θηλυκόεμπορικό
komercacommercialcommercialcomercialкоммерческиеcomercialтърговски商业商業komerčníמסחרי商業 (embori'ko) ουδέτεροεπίθετο
1. σχετικός με το εμπόριο έχω εμπορικό πνεύμα εμπορικές συναλλαγές
2. σχετικός με καταστήματα εμπορικό κέντρο
3. για το πλατύ κοινό εμπορικός κινηματογράφος
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.