εμπορικός
Μεταφράσεις
εμπορικός
(embori'kos) αρσενικόεμπορική
(embori'ci) θηλυκόεμπορικό
komercacommercialcommercialkomerčníтърговскиמסחרי商業商业商業comercialкоммерческиеcomercial (embori'ko) ουδέτεροεπίθετο
1. σχετικός με το εμπόριο έχω εμπορικό πνεύμα εμπορικές συναλλαγές
2. σχετικός με καταστήματα εμπορικό κέντρο
3. για το πλατύ κοινό εμπορικός κινηματογράφος