Ενδόμυχος - ορισμός του ενδόμυχος από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%b5%ce%bd%ce%b4%cf%8c%ce%bc%cf%85%cf%87%ce%bf%cf%82
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.604.066.684
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
ενδόμυχος
Μεταφράσεις
ενδόμυχος
intimate
,
internal
ενδόμυχος
دَاخِلِيٌّ
ενδόμυχος
interní
ενδόμυχος
indre
ενδόμυχος
intern
ενδόμυχος
interno
ενδόμυχος
sisäinen
ενδόμυχος
interne
ενδόμυχος
unutrašnji
ενδόμυχος
interno
ενδόμυχος
内部の
ενδόμυχος
내부의
ενδόμυχος
intern
ενδόμυχος
intern
ενδόμυχος
wewnętrzny
ενδόμυχος
interno
ενδόμυχος
внутренний
ενδόμυχος
inre
ενδόμυχος
ภายใน
ενδόμυχος
iç
ενδόμυχος
nội bộ
ενδόμυχος
内部的
Πλοηγός λέξεων
?
▲
ενδελεχής
ενδεχόμενη
ενδεχόμενο
ενδεχόμενος
ενδεχομένως
ενδημικός
ενδημικότητα
ένδθμα
ενδιαίτημα
ενδιάμεση
ενδιάμεσο
ενδιάμεσος
ενδιάμεσος σταθμός
ενδιαφέρομαι
ενδιαφερόμενος
ενδιαφέρον
ενδιαφέρουσα
ενδιαφέρω
ενδιαφέρων
ενδίδω
ενδογενής
ενδοδερμικός
ενδοδίκτυο
ενδοθερμικός
ενδοιασμός
ενδοκρινής
ενδοκρινικός
ενδοκρινολογία
ενδοκρινολόγος
ενδομήτριο
ενδόμυχος
ένδοξη
ένδοξο
ένδοξος
ενδοπλασματικό δίκτυο
ενδοσκοπικός
ενδοσπέρμιο
ενδοτικός
ενδοφλέβιος
ενδοχώρα
ένδυμα
ενδυμασία
ενδυναμώνω
ενδυνάμωση
ενδύομαι
ένδυση
ενέδρα
ενεδρεύω
ενέδωσα
ενενηκοστή
ενενηκοστό
ενενηκοστός
ενενήντα
ενενήντα έν
ενεός
ενεργά
ενέργεια
ενεργειακός
ενεργετικός
ενεργή
ενεργητική
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close