Ενδύομαι - ορισμός του ενδύομαι από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%b5%ce%bd%ce%b4%cf%8d%ce%bf%ce%bc%ce%b1%ce%b9
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
10.775.211.083
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google+
Yahoo
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
ενδύομαι
Μεταφράσεις
ενδύομαι
se couvrir
,
se vêtir
Πλοηγός λέξεων
?
▲
ενδιαφερόμενος
ενδιαφέρον
ενδιαφέρουσα
ενδιαφέρω
ενδιαφέρων
ενδίδω
ενδογενής
ενδοδερμικός
ενδοδίκτυο
ενδοθερμικός
ενδοιασμός
ενδοκρινής
ενδοκρινικός
ενδοκρινολογία
ενδοκρινολόγος
ενδομήτριο
ενδόμυχος
ένδοξη
ένδοξο
ένδοξος
ενδοπλασματικό δίκτυο
ενδοσκοπικός
ενδοσπέρμιο
ενδοτικός
ενδοφλέβιος
ενδοχώρα
ένδυμα
ενδυμασία
ενδυναμώνω
ενδυνάμωση
ενδύομαι
ένδυση
ενέδρα
ενεδρεύω
ενέδωσα
ενενηκοστή
ενενηκοστό
ενενηκοστός
ενενήντα
ενενήντα έν
ενεός
ενεργά
ενέργεια
ενεργειακός
ενεργετικός
ενεργή
ενεργητική
ενεργητικό
ενεργητικός
ενεργητικότητα
ενεργό
ενεργοβόρος
ενεργοποίηση
ενεργοποιώ
ενεργός
ενεργώ
ένεση
ενεστώτας
ενετικός
ενέχυρο
ενεχυροδανειστήριο
▼
Facebook Share
Twitter
Google+
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Google+
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close